- γογγυστής
- 1113 γογγυστής{сущ., 1}ропотник, ворчун, недовольный (Иуд. 1:16).*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
γογγυστής — murmurer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυστής — ο (AM γογγυστής) [γογγύζω] παραπονιάρης, μεμψίμοιρος … Dictionary of Greek
γογγυσταῖς — γογγυστής murmurer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυσταί — γογγυστής murmurer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυστήν — γογγυστής murmurer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυστῶν — γογγυστής murmurer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόγγυσος — γόγγυσος, ο (Μ) ο γογγυστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γογγύζω + (επίθημα) σος που απαντά σε λέξεις καθημερινής ομιλίας (πρβλ. μέθυσος, κραύγασος)] … Dictionary of Greek